- κερκίδα
- κερκίςweaver's shuttlefem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κερκίδα — I (Αρχαιολ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, που αναφέρεται στα τμήματα σφηνοειδούς μορφής του κοίλου των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, που περιλάμβαναν τα καθίσματα για τους θεατές. Οι κ. διαχωρίζονταν οριζόντια με τα διαζώματα (τους… … Dictionary of Greek
κερκίδα — η 1. εργαλείο υφαντικής. 2. εργαλείο με το οποίο πλέκονται τα δίχτυα. 3. το κοντύτερο από τα δύο μακρά οστά του πήχη. 4. στο αρχαίο θέατρο και το στάδιο, το τμήμα των καθισμάτων που βρίσκεται μεταξύ δύο κλιμάκων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κερκιδᾶ — Κερκιδᾶς masc gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κερκιδᾷ — Κερκιδᾶς masc dat sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κερκιδᾶν — Κερκιδᾶ̱ν , Κερκιδᾶς masc gen pl (doric aeolic) Κερκιδᾶς masc acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερκίδ' — κερκίδα , κερκίς weaver s shuttle fem acc sg κερκίδι , κερκίς weaver s shuttle fem dat sg κερκίδε , κερκίς weaver s shuttle fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχίονας — Στον όρο αυτό αντιστοιχούν γενικά οι ανατομικές περιοχές του κυρίως β., του αγκώνα και του αντιβραχίονα, που μαζί με τον ώμο, τον καρπό και το ακράχερο αποτελούν το άνω άκρο. Στον κυρίως β., ο σκελετός του οποίου αποτελείται από το βραχιόνιο οστό … Dictionary of Greek
ωλένη — Μακρό οστό που βρίσκεται στο εσωτερικό μέρος του αντιβραχίονα. H κερκίδα καταλαμβάνει το εξωτερικό μέρος. Το επάνω άκρο της αρθρώνεται με το κάτω μέρος του βραχιόνιου οστού μέσω μιας ημισεληνοειδούς απόφυσης (κορωνοειδής απόφυση) και προς τα έξω… … Dictionary of Greek
CUNEUS — I. CUNEUS aliquando totam Theatri machinam apud Romanos denotabat, quam spectatores tenuêre; Cunei enim, quô ligna finduntur (quae propria vocis notio est) formam habebat, scenam versus in acumen desinens, retro latissima. Aliquando peculiarem… … Hofmann J. Lexicon universale
κερκίζω — (Α) [κερκίς] 1. υφαίνω με την κερκίδα 2. κάνω το ύφασμα πυκνό, κρουστό με την κερκίδα … Dictionary of Greek